υδροφιίδες

υδροφιίδες
οι, Ν
ζωολ. οικογένεια θαλάσσιων φιδιών με τυπικό εκπρόσωπο το γένος υδρόφις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. hydrofiidae].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υδρόφις — ο, Ν ζωολ. γένος δηλητηριωδών θαλάσσιων φιδιών, τυπικό τής οικογένειας υδροφιίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydrophis (< υδρ[ο] * + όφις) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”